σελάκη

σελάκη
και σελλάκη, η, και σελάκ και σελλάκ, το, Ν
εμπορική ονομασία φυσικής ή συνθετικής ρητίνης, διαλυτής στην αλκοόλη, η οποία χρησιμοποιείται για την παρασκευή βαφών, δερμάτων ή ξύλου, καθώς και ηλεκτρομονωτικών υμενίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. shellac < shell «φλοιός, κέλυφος» + lac «λάκκα, βαφική ύλη» απόδοση τού γαλλ. laque en ecailles].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σελάκ — το, Ν βλ. σελάκη …   Dictionary of Greek

  • σελλάκη — η, και σελλάκ, το, Ν βλ. σελάκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”